-
1 Purpose
subs.P. and V. γνώμη, ἡ, ἀξίωμα, τό, βούλευμα, τό, ἔννοια, ἡ, ἐπίνοια, ἡ, Ar. and P. διάνοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.Deliberate choice of action: P. προαίρεσις, ἡ.Make it one's purpose to: P. προαιρεῖσθαι (infin.).Keep to your present purpose: V. σῶζε τὸν παρόντα νοῦν (Æsch., P.V. 392).For this very purpose: P. and V. ἐπʼ αὐτὸ τοῦτο, P. εἰς αὐτὸ τοῦτο, αὐτοῦ τούτου ἕνεκα.A sickle made for the purpose: P. δρέπανον ἐπὶ τοῦτο εἰργασθέν (Plat., Rep. 353A).On purpose, deliberately: P. and V. ἐκ προνοίας (Eur., H.F. 598), P. ἐκ παρασκευῆς, Ar. and P. ἐπίτηδες, ἐξεπίτηδες; see also Intentionally.Voluntarily: P. and V. ἑκουσίως, V. ἐξ ἑκουσίας.Done on purpose, voluntary (of things): P. and V. ἑκούσιος.To good purpose: P. and V. εἰς καιρόν, V. πρὸς καιρόν.Without purpose, at random: P. and V. εἰκῆ.Not without purpose: V. οὐκ ἀφροντίστως.——————v. trans. or absol.Be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Purpose
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
παραβαίνω — ΝΜΑ, παρβαίνω Α αθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῡ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.) αρχ. 1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα… … Dictionary of Greek
IOSUA — I. IOSUA fil. Nun, Num. c. 13. v. 16. 1. Par. 1. 7. v. 27. Ios. c. 1. v. 1. fuit minister et suecessor Mosis, qui populum Israel per sicentum Iordanis alveum in terram Canaan introduxit. Ο῾μώνυμος et typus Servatoris aostri Iesu Christi, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
Dispute about Jesus' execution method — This article is about different views on the form of the gibbet used in the Crucifixion of Jesus. For supposed relics of a Cross, see True Cross. Part of a series on the Death and resurrection of Jesus Passion Last Supper Arr … Wikipedia
προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… … Dictionary of Greek
Locutions Et Expressions Grecques — Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Α … Wikipédia en Français